- πηλοποιία
- πηλο-ποιία, ἡ,A potter's trade, PPetr.2p.32 (iii B. C.), CPHerm. p.80.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηλοποιΐα — ἡ, ΜΑ [πηλοποιός] η τέχνη τού πηλοποιού, η κεραμεική … Dictionary of Greek